τόνοι Hp.Art.45
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσφυτος — ον, Α [προσφύω] αυτός που προσφύεται, που προσκολλάται … Dictionary of Greek
πρόσφυτοι — πρόσφυτος adherent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)